Астрофиллит — [φύλλιτης (τиллитес) листоватый] м л, (К2, Na2, Ca)(Fe, Mn)4(Ti, Zr)(OH|Si2O7]2; примесь Ba, Mg, Nb. Трикл. К лы пластинчатые, игольчатые. Сп. сов. по {100}, несов. по {001}. Агр.: звездчатые,… … Геологическая энциклопедия
Лампрофиллит — [φυλλιτης (τиллитес) листоватый; λαμ προς (λямпрос) блестящий] м л, Na3Sr2Ti3 [(O,OH,F)2|Si2O7]2. Ромб. К лы пластинчато удлиненные. Сп. сов. по уплощению. Агр.… … Геологическая энциклопедия
ηλιοφυλλίτης — Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο μόλυβδο και αρσενικό μόλυβδο με χημικό τύπο 2PbCl2Pb4As2O7. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, έχει υαλώδη λάμψη, σκληρότητα 2,5 3 και ειδικό βάρος 7,14. Το χρώμα του είναι ανοιχτοκίτρινο έως πρασινωπό.… … Dictionary of Greek
φυλλάριο — το / φυλλάριον, ΝΜΑ μικρό φύλλο, φυλλαράκι νεοελλ. 1. βοτ. α) κάθε υποδιαίρεση τού ελάσματος ενός σύνθετου φύλλου β) παλαιότερη ονομασία γένους φαιοφυκών 2. (ορυκτ. πετρογρ.) καθεμία από τις λεπτές πλάκες στις οποίες διαχωρίζονται ή τείνουν να… … Dictionary of Greek
φυλλίνης — ὁ, Α 1. είδος κυκεώνα 2. φρ. «φυλλίνης ἀγών» ο φυλλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐργατ ίνης: ἐργάτης), το οποίο απαντά κυρίως σε κύρια ον. (πρβλ. Αἰσχ ίνης)] … Dictionary of Greek
φυλλονίτης — ο, Ν (πετρογρ.) φυλλώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα που σχηματίζεται με δυναμομεταμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllonite < phyll(ite) (βλ. φυλλίτης) + (myl)onite (βλ. μυλονίτης)] … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek